μεταναστεύσαι

μεταναστεύσαι
μεταναστεύσαῑ , μεταναστεύω
remove
aor opt act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μεταναστεῦσαι — μεταναστεύω remove aor inf act …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταναστεύω — (ΑΜ μεταναστεύω) [μετανάστης] εγκαταλείπω έναν τόπο διαμονής και μεταβαίνω σε άλλον, γίνομαι μετανάστης, μετοικώ, αποδημώ αρχ. 1. μέσ. μεταναστεύομαι απομακρύνομαι, φεύγω, μετοικώ («μεταναστεύου ἐπὶ τὰ ὄρη ὡς στρουθίον», ΠΔ) 2. μτφ. (σχετικά με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”